- ξεκωλώνω
- και ξεκωλιάζω1. αφαιρώ τον πάτο, τη βάση δοχείου ή σκεύους (α. «τόν ξεκώλωσες τον κουβά» β. «ξεκωλώθηκε το κοφίνι από το βάρος»)2. (το ενεργ. και το μέσ.) καταπονώ κάποιον υπερβολικά, κουράζω πολύ, ξεπατώνω στη δουλειά («μάς ξεκώλωσε στη γυμναστική»)3. (σχετικά με πρωκτική συνουσία) συνουσιάζομαι υπερβολικά ή βίαια με κάποιον4. (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο ξεκωλωμένοςο κίναιδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-— + κώλος].
Dictionary of Greek. 2013.